Το "soportar" είναι ρήμα στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "soportar" είναι /so.poɾˈtaɾ/.
Η λέξη "soportar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα να αντέχεις ή να υπομένεις κάτι δύσκολο, όπως πόνο ή πίεση, καθώς και την δυνατότητα να στηρίξεις ή να κρατήσεις κάτι. Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε λογοτεχνία ή νομικά κείμενα.
Soportar el dolor es una de las cosas más difíciles de la vida.
(Να υπομένεις τον πόνο είναι ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα στη ζωή.)
No puedo soportar más esta situación.
(Δεν μπορώ να αντέξω άλλο αυτή την κατάσταση.)
Ella supo soportar la presión del examen.
(Αυτή ήξερε να αντέχει την πίεση της εξέτασης.)
Το "soportar" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
No puedo soportar su actitud.
(Δεν μπορώ να αντέξω τη στάση του.)
Hay que soportar la rutina diaria.
(Πρέπει να υπομένουμε την καθημερινή ρουτίνα.)
Soportar el peso de las responsabilidades es fundamental.
(Να αντέχεις το βάρος των ευθυνών είναι θεμελιώδες.)
A veces, hay que aprender a soportar las críticas.
(Κάποιες φορές, πρέπει να μάθεις να υπομένεις τις κριτικές.)
Soportar las adversidades es parte del crecimiento.
(Η υπομονή στις αντιξοότητες είναι μέρος της ανάπτυξης.)
Η λέξη "soportar" προέρχεται από το λατινικό "supportare", που σημαίνει "να στηρίξεις" ή "να υποστηρίξεις".
Αυτές οι πληροφορίες αποτυπώνουν τη χρήση και την σημασία της λέξης "soportar" στην ισπανική γλώσσα, καθώς και τις ιδιαιτερότητές της σε διαφορετικά συμφραζόμενα.