sor: ουσιαστικό
/sor/
Η λέξη sor χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει τη λέξη «αδελφή» (συνήθως με θρησκευτική ή επαγγελματική έννοια) και κυρίως αναφέρεται σε μοναχές. Είναι ένας στενός όρος που χρησιμοποιείται σε θρησκευτικά κείμενα ή σε αναφορές για μοναστικές κοινότητες. Η χρήση της λέξης μπορεί να επηρεαστεί από το πλαίσιο, και είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, ιδίως σε θρησκευτικά κείμενα.
La sor María es la superiora del convento.
(Η αδελφή Μαρία είναι η προϊσταμένη της μονής.)
Hoy celebramos el cumpleaños de la sor Ana.
(Σήμερα γιορτάζουμε τα γενέθλια της αδελφής Άννας.)
La sor Teresa dedicó su vida a ayudar a los pobres.
(Η αδελφή Τερέζα αφιέρωσε τη ζωή της στο να βοηθάει τους φτωχούς.)
Η λέξη sor δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με θρησκευτικά ή κοινωφελή θέματα.
Una sor en el camino.
(Μια αδελφή στον δρόμο.)
Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει μια αναπάντεχη συνάντηση με μια μοναχή.
Las sor son ejemplos de dedicación.
(Οι αδελφές είναι παραδείγματα αφοσίωσης.)
Αφορά τη δέσμευση και την αφοσίωση των μοναχών στη θρησκεία και την κοινωνία.
Hablo con mi sor cada semana.
(Μιλάω με την αδελφή μου κάθε εβδομάδα.)
Αυτή η φράση μπορεί να συμπεριληφθεί σε προτάσεις που αφορούν προσωπικές σχέσεις και θρησκευτική ζωή.
Η λέξη sor προέρχεται από το λατινικό "soror", που σημαίνει «αδελφή». Χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα σε πολλές ρωμανικές γλώσσες, διατηρώντας την αρχική της έννοια.
Συνώνυμα: - hermana (αδελφή)
Αντώνυμα: - hermano (αδελφός)
Αυτή η λέξη είναι σημαντική για τα θρησκευτικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα και χρησιμοποιείται κυρίως σε συγκεκριμένες κοινότητες και περιβάλλοντα.