Το "sorbete" είναι ουσιαστικό, και αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη κατηγορία παγωτού ή γλυκού.
/sorβete/
Η λέξη "sorbete" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφερθεί σε ένα επιδόρπιο που παρασκευάζεται από φρούτα και ζάχαρη, συχνά με προσθήκη νερού ή άλλων υρών. Είναι πιο ελαφρύ σε υφή σε σύγκριση με το παγωτό και σερβίρεται συχνά σε ζεστές και υγρές περιοχές. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί σε γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε συνταγές ή άρθρα σχετικά με τη γαστρονομία.
Το σορμπέ μάνγκο είναι πολύ αναζωογονητικό το καλοκαίρι.
Siempre piden sorbete en las fiestas.
Πάντα ζητούν σορμπέ στις γιορτές.
Me encanta el sorbete de limón después de una comida pesada.
Η λέξη "sorbete" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φρασεις που σχετίζονται με γευστικές ή καταναλωτικές καταστάσεις:
Δεν υπάρχει τίποτα όπως ένα σορμπέ για να καταπραΰνει τη ζέστη.
A veces la vida es un sorbete: dulce y refrescante.
Καμιά φορά η ζωή είναι ένα σορμπέ: γλυκιά και αναζωογονητική.
Para el postre, elijo un sorbete en lugar de un pastel.
Η λέξη "sorbete" προέρχεται από το αραβικό "سوربيه" (sorbah), το οποίο σημαίνει "να πίνεις" και αναφέρεται στην υφή και την υδάτινη κατηγορία αυτών των γλυκών.
Συνώνυμα: - Granizado (παγωμένο ρόφημα) - Helado (παγωτό)
Αντώνυμα: - Comida caliente (ζεστό φαγητό) - Tortilla (τεινόμενο, πηχτό επιδόρπιο)
Αυτή είναι μια λεξικογραφική προσέγγιση στο "sorbete" και οι χρήσεις του στην ισπανική γλώσσα.