Η λέξη "sorda" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "sorda" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ˈsorda/
Η λέξη "sorda" αναφέρεται κυρίως σε κάποιον ή κάτι που δεν έχει την ικανότητα να ακούει, δηλαδή, είναι κουφός. Χρησιμοποιείται σε διαφορετικά συμφραζόμενα και μπορεί να έχει και μεταφορικές έννοιες.
Η λέξη "sorda" χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο στην ισπανική γλώσσα. Η χρήση της είναι συχνή, κυρίως σε ιατρικά και κοινωνικά θέματα που αφορούν την ακοή. Συνήθως χρησιμοποιείται με αναφορά σε άτομα που έχουν προβλήματα ακοής.
(Η γυναίκα είναι κουφή και δεν μπορεί να ακούσει τίποτα.)
El niño sordo necesita ayuda para comunicarse.
(Το κουφό παιδί χρειάζεται βοήθεια για να επικοινωνήσει.)
En la clase hay estudiantes sordos que usan lenguaje de señas.
Η λέξη "sorda" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις. Όμως, παρακάτω βρίσκονται ορισμένες χρήσεις της λέξης:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που δεν ακούει καλά κυριολεκτικά ή μεταφορικά.
No oír ni una sola palabra sorda.
Αναφέρεται σε κάποιον που δεν δίνει προσοχή, δεν ακούει.
Dijo que estaba sorda de tanto ruido.
Η λέξη "sorda" προέρχεται από την λατινική λέξη "sordus", που σημαίνει "κουφός". Η ρίζα της λέξης έχει σχέσεις με άλλες γλώσσες που αναφέρονται στην απώλεια της ακοής.
Συνώνυμα: - sorda (κουφή) - sin oído (χωρίς ακοή)
Αντώνυμα: - oyente (ακροατής) - que oye (αυτός που ακούει)