sordo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sordo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "sordo" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/sor̺ðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "sordo" σημαίνει "κουφός" στα Ισπανικά και αναφέρεται σε κάποιον που δεν μπορεί να ακούσει ή έχει περιορισμένη ακοή. Χρησιμοποιείται επίσης σε περιπτώσεις όπου κάτι είναι "σιωπηλό" ή "χωρίς ήχο". Σε γενικές γραμμές, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και υπάρχει πιθανώς μεγαλύτερη συχνότητα κατά την αναφορά σε ιατρικά ή κοινωνικά θέματα.

Παραδείγματα προτάσεων

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "sordo" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:

Ετυμολογία

Η λέξη "sordo" προέρχεται από τα λατινικά "surdus", το οποίο χρησιμοποιούνταν με παρόμοια σημασία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024