Η λέξη "sorna" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική του μεταγραφή με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /ˈsoɾ.na/
Η λέξη "sorna" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως "παραπλανητικότητα", "απάτη" ή "παγίδα".
Η λέξη "sorna" χρησιμοποιείται σε κυριολεκτικές και μεταφορικές έννοιες για να περιγράψει κάποιο είδος χειραγώγησης ή παραπλανητικής συμπεριφοράς. Η συχνότητά της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο. Ωστόσο, μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτά κείμενα που αφορούν νομικά ή κοινωνικά θέματα.
La sorna de su comportamiento me hizo dudar de sus intenciones.
(Η παραπλανητικότητα της συμπεριφοράς του με έκανε να αμφιβάλλω για τις προθέσεις του.)
No caigas en la sorna de sus promesas vacías.
(Μην πέσεις στην παγίδα των κενών υποσχέσεών του.)
Η λέξη "sorna" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
"Con sorna"
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι γίνεται με ειρωνεία ή γελοιοποίηση.
Ejemplo: Ella se rió con sorna de su error.
(Γέλασε με ειρωνεία με το λάθος του.)
"Sorna y engaño"
Αναφέρεται σε συνδυασμό παραπλανητικότητας και απάτης.
Ejemplo: Su estrategia fue pura sorna y engaño.
(Η στρατηγική του ήταν καθαρή παραπλανητικότητα και απάτη.)
"Tener sorna"
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει ικανότητα να παραπλανά ή να χειραγωγεί.
Ejemplo: Siempre ha tenido sorna para lidiar con los demás.
(Πάντα είχε παραπλανητικότητα για να αντιμετωπίζει τους άλλους.)
"Destilar sorna"
Αναφέρεται στην ικανότητα να εκφράζεις παραπλανητικότητα με λεπτό τρόπο.
Ejemplo: Su comentario destilaba sorna y desdén.
(Το σχόλιό του διέχυε παραπλανητικότητα και περιφρόνηση.)
Η λέξη "sorna" προέρχεται από τη λατινική λέξη "sorna", που σημαίνει "παγίδα" ή "προδοσία". Η ρίζα της συνδέεται με την έννοια της παραπλάνησης.
Engaño (απάτη)
Αντώνυμα: