Επίθετο
[sor.pɾenˈden̪t͡e]
Η λέξη "sorprendente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί θαυμασμό ή εκπλήσσει. Στην ισπανική γλώσσα, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο. Είναι μια σχετικά συχνή λέξη και μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως στη λογοτεχνία, τις καθημερινές συνομιλίες και τις ειδήσεις.
Η ταινία ήταν καταπληκτική και πολύ συναισθηματική.
Fue un sorprendente descubrimiento para todos.
Η λέξη "sorprendente" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις για να δηλώσει κάτι που προκαλεί εντύπωση ή απροσδόκητο γεγονός.
Η τέχνη μπορεί να είναι καταπληκτική με πολλούς τρόπους.
Es sorprendente lo rápido que aprendió el idioma.
Είναι εκπληκτικό πόσο γρήγορα έμαθε τη γλώσσα.
Tienes una manera sorprendente de resolver problemas.
Η λέξη "sorprendente" προέρχεται από το ρήμα "sorprender", το οποίο σημαίνει «να εκπλήσσω» ή «να αιφνιδιάζω», συνδυάζοντας την προσθήκη του επιθετικού καταληκτικού στοιχείου "-ente", που υποδεικνύει έναν ενεργητικό ή χαρακτηριστικό τρόπο.
Συνώνυμα: - asombroso - increíble - impresionante
Αντώνυμα: - predecible - común - aburrido