Το "sorprender" είναι ρήμα.
/sorˈprendeɾ/
Το ρήμα "sorprender" σημαίνει να προκαλείς έκπληξη ή να ξαφνιάζεις κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, καθώς οι άνθρωποι συχνά περιγράφουν καταστάσεις ή γεγονότα που τους εκπλήσσουν ή τους ξαφνιάζουν.
Με εξέπληξε το αποτέλεσμα της εξέτασης.
Ella siempre sorprende a sus amigos con buenas noticias.
Η λέξη "sorprender" χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν ορισμένες από αυτές:
Τι έκπληξη! Σε ξάφνιασα.
Me sorprende que no lo sepas.
Με ξαφνιάζει που δεν το ξέρεις.
Fue una sorpresa para todos cuando nos sorprendieron con regalos.
Ήταν μια έκπληξη για όλους όταν μας ξάφνιασαν με δώρα.
No te sorprendas si llego tarde.
Μη ξαφνιαστείς αν αργήσω.
El espectáculo realmente sorprendió a la audiencia.
Το θέαμα πραγματικά ξάφνιασε το κοινό.
Nunca me sorprende la creatividad de este artista.
Η λέξη "sorprender" προέρχεται από το λατινικό "sorprendere", που σημαίνει "να πιάσεις από πάνω" ή "να καταλάβεις".
Συνώνυμα: - asombrar - maravillar - desconcertar
Αντώνυμα: - decepcionar (να απογοητεύω) - predecir (να προβλέπω)