Η λέξη "sorpresa" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/sorˈpɾe̞.sa/
Η λέξη "sorpresa" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή γεγονός που είναι απροσδόκητο, κάτι που προκαλεί εντύπωση ή θαυμασμό. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανών και συναντάται συχνά σε ποικίλα συμφραζόμενα, είτε σε καθημερινές συνομιλίες είτε σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς οι εκπλήξεις αποτελούν κοινό θέμα συζήτησης. Χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο αλλά και στο γραπτό πλαίσιο.
Η έκπληξη στο πρόσωπό της ήταν προφανής όταν είδε το δώρο.
Organizamos una fiesta de sorpresa para su cumpleaños.
Αν και η λέξη "sorpresa" δεν αποτελεί κεντρικό μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές φράσεις:
Δεν περίμενα αυτή την έκπληξη.
¡Menuda sorpresa me diste!
Τι έκπληξη μου έδωσες!
La vida está llena de sorpresas.
Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις.
La sorpresa fue total.
Η έκπληξη ήταν απόλυτη.
Me gusta tener sorpresas en la vida.
Η λέξη "sorpresa" προέρχεται από το μεικτό ιταλικό «sorpresa», που σημαίνει "απροσδόκητη κατάσταση", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό "surprendere", που σημαίνει "να πιάσεις ή να συλλάβεις".
Συνώνυμα: - sorpresa - asombro (έκπληξη, θαυμασμός) - desconcierto (σύγχυση)
Αντώνυμα: - expectación (αναμονή) - previsibilidad (προβλεψιμότητα)