Sortear είναι ρήμα.
/soɾˈtaɾ/
Το ρήμα sortear αναφέρεται στη διαδικασία της τυχαίας επιλογής ή μοιράσματος αντικειμένων ή προσκλήσεων, συχνά μέσω μιας κλήρωσης. Είναι ιδιαίτερα συχνό στον τομέα των διαγωνισμών και των τυχερών παιχνιδιών. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι περιγραφές κληρώσεων ή διαγωνιστικών διαδικασιών συναντάται πιο συχνά γραπτά.
Vamos a sortear un coche entre todos los participantes.
(Θα κληρώσουμε ένα αυτοκίνητο μεταξύ όλων των συμμετεχόντων.)
El profesor decidió sortear el lugar de los alumnos en el aula.
(Ο καθηγητής αποφάσισε να κληρώσει τη θέση των μαθητών στην τάξη.)
Para el evento, sortearemos varios premios.
(Για την εκδήλωση, θα κληρώσουμε διάφορα βραβεία.)
Το sortear χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές σχετικές περιπτώσεις:
Tienes que sortear un obstáculo para alcanzar tu objetivo.
(Πρέπει να ξεπεράσεις ένα εμπόδιο για να πετύχεις το στόχο σου.)
Sortear dificultades
(Να αντιμετωπίσω δυσκολίες.)
Es importante sortear dificultades con optimismo.
(Είναι σημαντικό να αντιμετωπίζεις τις δυσκολίες με αισιοδοξία.)
Sortear el destino
(Να ξεπεράσω τη μοίρα.)
A veces es necesario sortear el destino para lograr lo que deseas.
(Κάποιες φορές είναι απαραίτητο να ξεπεράσεις τη μοίρα για να πετύχεις αυτό που επιθυμείς.)
Sortear la competencia
(Να ξεπεράσω τον ανταγωνισμό.)
Το ρήμα sortear προέρχεται από τη λατινική λέξη sortire, που σημαίνει "να μοιράσω" ή "να κληρώσω".
Συνώνυμα: - Lotería (κληρωτίδα) - Sorteo (κληρωτικός διαγωνισμός)
Αντώνυμα: - Distribuir (να μοιράσω κατά παραγγελία) - Asignar (να αναθέσω, να απονέμω)
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης sortear σε σχέση με τη χρήση της στην ισπανική γλώσσα.