Η λέξη "sosa" είναι επίθημα και στην περίπτωση αυτή, χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
[ˈsosa]
Η λέξη "sosa" μπορεί να αναφέρεται σε διάφορες substances, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται στον τομέα της χημείας για να δηλώσει μια ομάδα αλάτων ή ανόργανων ουσιών. Είναι πιο δημοφιλής σε διαγράμματα χημικών ενώσεων ή σε βιοϊατρικές εφαρμογές. Παρόλο που μπορεί να μην είναι κοινά χρησιμοποιούμενη στην καθομιλουμένη, είναι αρκετά σημαντική σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.
"La sosa se utiliza en la fabricación de vidrio."
"Η σόδα χρησιμοποιείται στην παραγωγή γυαλιού."
"El médico recomendó aumentar el consumo de sosa en la dieta."
"Ο γιατρός συνέστησε να αυξηθεί η κατανάλωση σόδας στη διατροφή."
Η λέξη "sosa" δεν είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά κάποιες απλές περιφράσεις μπορεί να περιλαμβάνουν την έννοια της ακαμψίας ή της ανελαστικότητας, όπως:
"Está tan sosa que no me hace reír."
"Είναι τόσο άκαρδος που δεν με κάνει να γελάω."
"Su argumento suena soso y poco convincente."
"Το επιχείρημά του ακούγεται άτονο και μη πειστικό."
Η λέξη "sosa" προέρχεται από το αραβικό "سوداء" (sūdāʾ), που αναφέρεται σε παρόμοιες χημικές έννοιες.
Συνώνυμα: - άλας - ανόργανο αλάτι
Αντώνυμα: - οργανική ένωση - υγρή μορφή
Η λέξη "sosa" χρησιμοποιείται κυρίως στο πεδίο της χημείας και έχει κάποιες εφαρμογές στην ιατρική. Αν και δεν είναι επικίνδυνα κοινή σε καθημερινές συνομιλίες, είναι σημαντική σε τεχνικά και επιστημονικά πλαίσια.