Επίθετο.
/so.se.ˈɡa.ðo/
Η λέξη "sosegado" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή διάθεση ηρεμίας και γαλήνης. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι ήσυχος, χωρίς άγχη ή αναταραχές. Στην ισπανική γλώσσα, είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα και λιγότερο σε προφορικό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί σε συζητήσεις που αφορούν την ηρεμία ή την γαλήνη.
El paisaje era sosegado y tranquilo.
(Το τοπίο ήταν ήρεμο και ήσυχο.)
Después de meditar, me sentí más sosegado.
(Μετά τον διαλογισμό, αισθάνθηκα πιο γαλήνιος.)
Ella siempre busca un ambiente sosegado para leer.
(Αυτή πάντα ψάχνει για μια ήρεμη ατμόσφαιρα για να διαβάσει.)
Η λέξη "sosegado" δεν χρησιμοποιείται πολύ σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένα εκφραστικά σχήματα και φράσεις που μπορούν να περιληφθούν.
Vivir sosegado es esencial para la salud mental.
(Το να ζεις ήρεμα είναι ουσιώδες για την ψυχική υγεία.)
A veces es bueno tener un día sosegado para reflexionar.
(Κάποιες φορές είναι καλό να έχεις μια ήρεμη μέρα για να σκεφτείς.)
La música suave crea un ambiente sosegado.
(Η απαλή μουσική δημιουργεί μια ήρεμη ατμόσφαιρα.)
Busco un lugar sosegado para descansar.
(Ψάχνω ένα ήσυχο μέρος για να ξεκουραστώ.)
Η λέξη "sosegado" προέρχεται από το ρήμα "sosegar", που σημαίνει να ηρεμείς ή να γαληνέψεις. Η ρίζα του μπορεί να σχετίζεται με τον λατινικό όρο "suscitare", που σημαίνει να κάνεις ή να προσεγγίζεις κάτι.
Συνώνυμα: - tranquilo - sereno - apacible
Αντώνυμα: - agitado - inquieto - ruidoso
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τη λέξη "sosegado" και τις διάφορες χρήσεις της στην ισπανική γλώσσα.