Ρήμα
[so̞sˈlajɾ]
Η λέξη "soslayar" στο ισπανικά σημαίνει να παρακάμπτει κανείς ένα θέμα ή να αποφεύγει να αντιμετωπίσει μια κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις όπου κάποιος αποφεύγει μια δυσάρεστη ή δύσκολη συζήτηση ή ευθύνη. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα από ότι στον προφορικό λόγο.
Δεν μπορούμε να παρακάμψουμε το πρόβλημα της ρύπανσης.
Ella intenta soslayar la conversación sobre su partida.
Η λέξη "soslayar" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με την αποφυγή ευθυνών ή θεμάτων.
Η αποφυγή της ευθύνης δεν είναι λύση.
A veces es mejor enfrentar que soslayar la realidad.
Μερικές φορές είναι καλύτερο να αντιμετωπίσεις παρά να παρακάμψεις την πραγματικότητα.
Soslayar la verdad puede traer consecuencias.
Η λέξη "soslayar" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "soslayo", το οποίο αναφέρεται σε μια κίνηση του σώματος που σημαίνει να κλίνεις ή να στρίβεις (για να αποφύγεις κάτι) και έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη "sola", που σημαίνει "πλευρά".
Συνώνυμα - Evitar (αποφεύγω) - Eludir (παρακάμπτω)
Αντώνυμα - Enfrentar (αντιμετωπίζω) - Aceptar (αποδέχομαι)