Η λέξη soso είναι επίθετο.
/soso/
Η λέξη soso χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι χλιαρό ή μέτριο, είτε στην γεύση είτε στην ποιότητα. Συνήθως αναφέρεται σε φαγητό ή ποτό που δεν είναι ιδιαίτερα γευστικά, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει ένα γεγονός ή μια κατάσταση που δεν είναι εντυπωσιακή ή ενδιαφέρουσα. Στην καθημερινή γλώσσα, είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο και λιγότερο στο γραπτό κείμενο.
La comida estaba soso y sin sabor.
(Το φαγητό ήταν χλιαρό και χωρίς γεύση.)
Su actuación fue sosa y no entretuvo al público.
(Η παράσταση του ήταν μέτρια και δεν διασκέδασε το κοινό.)
Η λέξη soso μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν παραδείγματα:
El fútbol estuvo soso este fin de semana.
(Το ποδόσφαιρο ήταν αδιάφορο αυτό το Σαββατοκύριακο.)
Ese libro es soso, no me gustó para nada.
(Αυτή η βιβλίο είναι μέτριο, δεν μου άρεσε καθόλου.)
Me parece que tu actitud es un poco sosa últimamente.
(Μου φαίνεται ότι η στάση σου είναι λίγο αδιάφορη τελευταία.)
La fiesta fue sosa, nadie bailó.
(Η γιορτή ήταν μέτρια, κανείς δεν χόρεψε.)
No me gusta el café sin azúcar, queda soso.
(Δεν μου αρέσει ο καφές χωρίς ζάχαρη, είναι χλιαρός.)
Η λέξη soso προέρχεται από τη λατινική λέξη salsus, που σημαίνει «αλατισμένος», αλλά στην κτήση της Ισπανικής γλώσσας έχει εξελιχθεί για να σημαίνει και «χλιαρός» ή «αδιάφορος».
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη soso και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά μιλώντας για τα αντίστοιχα συμφραζόμενα στην καθημερινή γλώσσα.