Η λέξη sospecha είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης sospecha σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι:
[ sosˈpe.t͡ʃa ]
Η λέξη sospecha χρησιμοποιείται για να δηλώσει την κατάσταση του να υποπτεύεσαι κάτι, είτε πρόκειται για ενδεχόμενη ανομία είτε για ύποπτη συμπεριφορά. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στο γραπτό κείμενο, κυρίως σε νομικά ή δημοσιογραφικά συμφραζόμενα.
No tengo ninguna sospecha sobre su honestidad.
(Δεν έχω καμία υποψία για την ειλικρίνειά του.)
La policía investiga la sospecha de un delito.
(Η αστυνομία διερευνά την υποψία ενός εγκλήματος.)
Η λέξη sospecha χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, όπως:
Aumentar la sospecha
(Να αυξάνει την υποψία)
Frase: Su comportamiento extraño aumentó la sospecha de los demás.
(Η παράξενη συμπεριφορά του αύξησε τις υποψίες των άλλων.)
Echar sospechas sobre alguien
(Να ρίχνει υποψίες σε κάποιον)
Frase: El rumor echó sospechas sobre el jefe de la empresa.
(Η φήμη έριξε υποψίες στον διευθυντή της εταιρείας.)
Sospecha razonable
(Λογική υποψία)
Frase: La policía actuó con una sospecha razonable antes de hacer la detención.
(Η αστυνομία ενέργησε με λογική υποψία πριν από τη σύλληψη.)
Η λέξη sospecha προέρχεται από τα μεσαιωνικά ισπανικά suspecha και έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη suspicio, suspicionis, που σημαίνει "υποψία" ή "μικρή αμφιβολία."
sospechoso (ύποπτος)
Αντώνυμα: