Το "sospechar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "sospechar" είναι: /sospeˈt͡ʃaɾ/
Η λέξη "sospechar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να έχεις αμφιβολίες ή ανησυχίες σχετικά με κάποιον ή κάτι, συχνά κατευθύνοντας σκέψεις που σχετίζονται με την καχυποψία. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά και είναι η πιο κοινή ορολογία σε σχετικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, με προτίμηση συχνά στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό πλαίσιο.
Sospechar que alguien no dice la verdad es natural.
(Να υποψιάζεσαι ότι κάποιος δεν λέει την αλήθεια είναι φυσικό.)
No debemos sospechar sin pruebas.
(Δεν πρέπει να υποψιαζόμαστε χωρίς αποδείξεις.)
Ella empezó a sospechar de sus intenciones.
(Άρχισε να υποψιάζεται τις προθέσεις του.)
Η λέξη "sospechar" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που δείχνουν την έννοια της καχυποψίας ή της αμφιβολίας.
Ejemplo: Sospecha de su compañero de trabajo por el robo.
(Υποψιάζεται τον συνάδελφό του για την κλοπή.)
Sospechar en la oscuridad.
(Να υποψιάζεσαι στο σκοτάδι.)
Ejemplo: Es fácil sospechar en la oscuridad de las circunstancias.
(Είναι εύκολο να υποψιάζεσαι στο σκοτάδι των συνθηκών.)
No le gusta que sospechen de él.
(Δεν του αρέσει να τον υποψιάζονται.)
Ejemplo: Él quiere que todos confíen en él y no le gusta que sospechen de él.
(Θέλει όλοι να εμπιστεύονται αυτόν και δεν του αρέσει να τον υποψιάζονται.)
Sospechas infundadas.
(Αβάσιμες υποψίες.)
Η λέξη "sospechar" προέρχεται από την Λατινική λέξη "suspicari", που σημαίνει "να υποψιάζομαι". Είναι σύνθεση της πρόθεσης "sub-" (κάτω από) και της ρίζας "specere" (να κοιτάω), που υποδηλώνει την έννοια του να κοιτάς κάτω από την επιφάνεια.
Συνώνυμα: - Dudar (να αμφιβάλλω) - Desconfiar (να μην εμπιστεύομαι)
Αντώνυμα: - Confiar (να εμπιστεύομαι) - Aceptar (να αποδέχομαι)