sospechoso - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sospechoso (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

sospechoso είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/kospeˈtʃoso/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη sospechoso χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που προκαλεί υποψίες ή γεννά αμφιβολίες σχετικά με τη συμπεριφορά ή τη δραστηριότητά του. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και εμφανίζεται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικές και δημοσιογραφικές περιστάσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El individuo es considerado sospechoso por la policía.
  2. Ο فرد θεωρείται ύποπτος από την αστυνομία.

  3. Hacía preguntas sospechosas que llamaron la atención del periodista.

  4. Έκανε ύποπτες ερωτήσεις που τράβηξαν την προσοχή του δημοσιογράφου.

  5. La situación era tan sospechosa que se decidió investigar más a fondo.

  6. Η κατάσταση ήταν τόσο ύποπτη που αποφασίστηκε να γίνει πιο ενδελεχής έρευνα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη sospechoso χρησιμοποιείται συχνά σε idiomatices εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.

Ετυμολογία

Η λέξη sospechoso προέρχεται από το ρήμα sospechar, το οποίο σημαίνει «να υποψιάζεσαι». Η ρίζα της λέξης έχει λατινικές καταβολές, από το suspicare, που σημαίνει «να κοιτάς από κάτω» ή «να υποπτεύεσαι».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - dudoso (αμφίβολος) - incierto (αβέβαιος)

Αντώνυμα: - confiable (αξιόπιστος) - seguro (σίγουρος)



23-07-2024