sospechoso είναι επίθετο.
/kospeˈtʃoso/
Η λέξη sospechoso χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που προκαλεί υποψίες ή γεννά αμφιβολίες σχετικά με τη συμπεριφορά ή τη δραστηριότητά του. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και εμφανίζεται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικές και δημοσιογραφικές περιστάσεις.
Ο فرد θεωρείται ύποπτος από την αστυνομία.
Hacía preguntas sospechosas que llamaron la atención del periodista.
Έκανε ύποπτες ερωτήσεις που τράβηξαν την προσοχή του δημοσιογράφου.
La situación era tan sospechosa que se decidió investigar más a fondo.
Η λέξη sospechoso χρησιμοποιείται συχνά σε idiomatices εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Παράδειγμα: Su familia tiene un antepasado sospechoso en la mafia. (Η οικογένειά του έχει ύποπτο παρελθόν στη μαφία.)
Aguas sospechosas
Παράδειγμα: No me gusta nadar aquí; estas aguas son sospechosas. (Δεν μου αρέσει να κολυμπάω εδώ; Αυτά τα νερά είναι ύποπτα.)
Actuar de manera sospechosa
Η λέξη sospechoso προέρχεται από το ρήμα sospechar, το οποίο σημαίνει «να υποψιάζεσαι». Η ρίζα της λέξης έχει λατινικές καταβολές, από το suspicare, που σημαίνει «να κοιτάς από κάτω» ή «να υποπτεύεσαι».
Συνώνυμα: - dudoso (αμφίβολος) - incierto (αβέβαιος)
Αντώνυμα: - confiable (αξιόπιστος) - seguro (σίγουρος)