Το "sostener" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [sosteˈneɾ]
Η λέξη "sostener" σημαίνει "να κρατώ", "να υποστηρίζω" ή "να στηρίζω". Χρησιμοποιείται σε ποικίλα συμφραζόμενα, συχνά αναφερόμενη σε φυσικούς ή ιδεατούς τρόπους στήριξης. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και μπορεί να εντοπιστεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Παραδείγματα:
- Es importante sostener la verdad en todo momento.
(Είναι σημαντικό να κρατάς την αλήθεια σε κάθε στιγμή.)
Η λέξη "sostener" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Sostener una conversación
(Να κρατήσω μια συζήτηση)
Es esencial sostener una conversación clara y respetuosa en el trabajo.
(Είναι ουσιώδες να κρατάς μια σαφή και σεβαστή συζήτηση στη δουλειά.)
Sostener el peso de algo
(Να στηρίξεις το βάρος κάποιου πράγματος)
Es difícil sostener el peso de tantas responsabilidades.
(Είναι δύσκολο να στηρίξεις το βάρος τόσων ευθυνών.)
Sostener una opinión
(Να υποστηρίξεις μια γνώμη)
Hay que sostener una opinión incluso si no es popular.
(Πρέπει να υποστηρίξεις μια γνώμη ακόμη κι αν δεν είναι δημοφιλής.)
Η λέξη "sostener" προέρχεται από τη λατινική λέξη "sustinere", που σημαίνει "να κρατώ κάτω" ή "να σηκώνω".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τον όρο "sostener" και τη χρήση του στην ισπανική γλώσσα.