Ρήμα
[sos.teˈneɾ.se]
Η λέξη “sostenerse” στα Ισπανικά σημαίνει να διατηρείς τον εαυτό σου στο χρόνο ή να βασίζεσαι σε κάτι προκειμένου να παραμείνεις σταθερός ή να μην υποχωρήσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και γενικά πλαίσια για να περιγράψει τη διαδικασία διατήρησης των συνθηκών ή του επιπέδου μιας κατάστασης. Η συχνότητά της χρήσης είναι δράση και όχι πολύ συχνά στο προφορικό λόγο αλλά συναντάται περισσότερο στο γραπτό κείμενο, ειδικά σε οικονομικά ή τεχνικά συμφραζόμενα.
Es importante sostenerse en tiempos difíciles.
Είναι σημαντικό να στηρίζεσαι σε δύσκολες εποχές.
El negocio necesita sostenerse con buenos ingresos para sobrevivir.
Η επιχείρηση χρειάζεται να υποστηρίζεται με καλές εισπράξεις για να επιβιώσει.
Cada persona debe aprender a sostenerse por sí misma.
Κάθε άτομο πρέπει να μάθει να στηρίζεται από τον εαυτό του.
Η λέξη “sostenerse” χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Sostenerse en la fe
Να στηρίζεσαι στην πίστη.
Es fundamental sostenerse en la fe durante los momentos de incertidumbre.
Είναι θεμελιώδες να στηρίζεσαι στην πίστη κατά τη διάρκεια των ασαφών στιγμών.
Sostenerse al margen
Να στηρίζεσαι στο περιθώριο.
A veces, es mejor sostenerse al margen de las discusiones.*
Μερικές φορές είναι καλύτερο να κρατιέσαι στο περιθώριο των συζητήσεων.
No poder sostenerse
Να μην μπορείς να στηριχτείς.
Él no pudo sostenerse tras la derrota.
Αυτός δεν μπόρεσε να στηριχτεί μετά την ήττα.
Sostenerse en los principios
Να στηρίζεσαι στις αρχές σου.
Ella siempre se sostiene en los principios que defiende.
Αυτή πάντα στηρίζεται στις αρχές που υπερασπίζεται.
Η λέξη “sostenerse” προέρχεται από το λατινικό ρήμα “sustinere”, το οποίο συνδυάζει “sus” (κάτω από) και “tenere” (κρατώ). Σημαίνει να κρατάς κάτι κάτω ή να σε στηρίζεις.
Συνώνυμα: - Mantenerse - Apoyarse - Sustentarse
Αντώνυμα: - Caer - Abandonarse - Fallecer