sostenido είναι επίθετο στα Ισπανικά και χρησιμοποιείται επίσης ως ουσιαστικό στον μουσικό τομέα.
Φωνητική μεταγραφή: /sosteˈniðo/
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη sostenido χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι διατηρημένο ή σταθερό, αλλά πιο συχνά θα συναντήσετε τη χρήση της στον μουσικό τομέα, όπου αναφέρεται σε νότες που έχουν αυξήσει τον τόνο τους κατά ένα ημιτόνιο. Η συχνότητα χρήσης της είναι αυξημένη στον γραπτό λόγο, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με τη μουσική, ενώ στον προφορικό λόγο χρησιμοποιείται λιγότερο.
Η νότα sostenido ακούγεται πιο ξηρή από τη φυσική νότα.
El sonido sostenido de la guitarra llenó el espacio.
Η λέξη sostenido δεν είναι κοινή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις που σχετίζονται με μουσικά ή καλλιτεχνικά συμφραζόμενα:
Η διατήρηση ενός σταθερού τόνου κατά τη διάρκεια του τραγουδιού είναι ουσιώδης.
El susurro sostenido del viento era soothing.
Ο διαρκής ψίθυρος του ανέμου ήταν καθησυχαστικός.
Es difícil lograr un ritmo sostenido en esta pieza musical.
Η λέξη sostenido προέρχεται από το ρήμα "sostener", που σημαίνει "να στηρίζει" ή "να διατηρεί". Το κατάληξη -ido υποδηλώνει κάτι που έχει υποστεί δράση, οπότε το "sostenido" μπορεί να αποδοθεί ως "αυτό που έχει στηριχθεί".
Συνώνυμα: - mantenido - constante
Αντώνυμα: - fugaz (παροδικός) - interrumpido (διακοπτόμενος)