sotana είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/sotana/
Η λέξη sotana αναφέρεται σε μια μακριά ιερατική ενδυμασία που συνήθως φοριέται από κληρικούς, όπως π.χ. παπάδες ή καλόγριες. Είναι ένα κοινώς χρησιμοποιούμενο και αναγνωρίσιμο ρούχο σε θρησκευτικά πλαίσια, κυρίως στον χριστιανισμό.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια: χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να παρουσιαστεί και στον προφορικό λόγο σε θρησκευτικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα.
Ο ιερέας φορούσε ένα μαύρο ράσο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.
Las monjas suelen vestir sotana en su vida diaria.
Οι καλόγριες συνήθως φορούν ράσο στην καθημερινή τους ζωή.
La sotana es un símbolo de la dedicación religiosa.
Η λέξη sotana χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται με τη θρησκεία ή την κοινωνία:
Ελληνική μετάφραση: "Ντύνομαι με ράσο" σημαίνει να υιοθετήσω μια ζωή αφοσιωμένη στη θρησκεία.
"Sotana y hábito" αναφέρεται στο σύνολο των θρησκευτικών ενδυμάτων που φορούν οι κληρικοί.
Ελληνική μετάφραση: "Ράσο και ράσο" αναφέρεται στο σύνολο των θρησκευτικών ενδυμάτων που φορούν οι κληρικοί.
"No todo el que lleva sotana es santo" σημαίνει ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι με ιερατική ενδυμασία καλοί ή άμεμπτοι.
Η λέξη sotana προέρχεται από το παλαιό ιταλικό sotana, που αναφερόταν σε ένα ρούχο που φορούσαν οι κληρικοί. Από τη ρίζα της, ενδέχεται να συνδέεται με το λατινικό subtana, που σημαίνει "το εσωτερικό ύφασμα".
Συνώνυμα: - ράσο - ιερατική ρόμπα
Αντώνυμα: - καθημερινά ρούχα - κοσμικά ρούχα