spin - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

spin (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "spin" στα Ισπανικά είναι ένα ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "spin" στην ισπανική γλώσσα είναι: /spin/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "spin" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "στρέφω" ή "γυρίζω," ανάλογα με το πλαίσιο.

Σημασία και Χρήση

Στα Ισπανικά, η λέξη "spin" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση της περιστροφής ή της στροφής γύρω από έναν άξονα. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται πιο συχνά σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα που σχετίζονται με τη φυσική ή τη μηχανική.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. El ingeniero explicó cómo hacer girar un objeto usando spin.
    Ο μηχανικός εξήγησε πώς να γυρίσετε ένα αντικείμενο χρησιμοποιώντας περιστροφή.

  2. Los experimentos de física demuestran el efecto del spin en las partículas.
    Οι πειραματικές φυσικές αποδεικνύουν την επίδραση της περιστροφής στα σωματίδια.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "spin" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παρόμοιες καταστάσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:

  1. A veces, tienes que dar un poco de spin a la historia para que suene mejor.
    Μερικές φορές, πρέπει να δώσετε μια πινελιά στις ιστορίες ώστε να ακούγονται καλύτερα.

  2. La marca decidió hacer spin en su producto para atraer a más clientes.
    Η μάρκα αποφάσισε να δώσει μια διαφορετική προοπτική στο προϊόν της για να προσελκύσει περισσότερους πελάτες.

  3. Al final del día, todo se reduce a dar un buen spin a los resultados.
    Στο τέλος της ημέρας, όλα καταλήγουν στο να δώσουμε μια καλή γωνία στα αποτελέσματα.

Ετυμολογία

Η λέξη "spin" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και έχει υιοθετηθεί σε πολλές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των ισπανικών, συνήθως σε τεχνικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: girar (γυρίζει), rotar (περιστρέφεται).
Αντώνυμα: detener (σταματά), parar (σταματώ).



23-07-2024