Η λέξη "sport" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "sport" στα Ισπανικά είναι /esˈpoɾt/.
Η λέξη "sport" αναφέρεται σε φυσικές δραστηριότητες που εμπεριέχουν κάποια μορφή ανταγωνισμού και απαιτούν σωματική προσπάθεια. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που σχετίζονται με τη φυσική κατάσταση, την ψυχαγωγία ή την αναψυχή.
El fútbol es un deporte muy popular en muchos países.
(Το ποδόσφαιρο είναι ένα πολύ δημοφιλές σπορ σε πολλές χώρες.)
Ella practica el deporte todos los días.
(Αυτή ασκείται στο άθλημα κάθε μέρα.)
El deporte ayuda a mantener una buena salud física y mental.
(Ο αθλητισμός βοηθά στη διατήρηση καλής σωματικής και ψυχικής υγείας.)
Η λέξη "sport" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
No es un deporte para mí.
(Δεν είναι σπορ για μένα.)
Está en modo deporte.
(Είναι σε αθλητική διάθεση.)
Es un deporte de alto riesgo.
(Είναι ένα άθλημα υψηλού κινδύνου.)
Cada deporte tiene sus propias reglas.
(Κάθε σπορ έχει τους δικούς του κανόνες.)
Hacer deporte es esencial para la salud.
(Η άσκηση είναι ουσιώδης για την υγεία.)
Η λέξη "sport" προέρχεται από την αγγλική λέξη "sport," που με τη σειρά της προέρχεται από τη γαλλική λέξη "desport," που σημαίνει "διασκέδαση" ή "ψυχαγωγία". Πριν, σχετιζόταν κυρίως με τις υπαίθριες δραστηριότητες και την αναψυχή.
Competencia (ανταγωνισμός)
Αντώνυμα: