spot - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

spot (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "spot" μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ρήμα ή ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "spot" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /spɑt/ ή /spɒt/ ανάλογα με την προφορά.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "spot" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - σημείο - κηλίδα - τόπος - βλέπω

Σημασία της λέξης

Στα Ισπανικά, η λέξη "spot" αναφέρεται συνήθως σε ένα μικρό σημείο ή τόπο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που εντοπίζεται ή παρατηρείται. Η συχνότητα χρήσης ποικίλλει ανάλογα με το περιβάλλον, αλλά είναι πιο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Spot el error en la frase.
  2. Δες το λάθος στη φράση.

  3. Vamos a encontrar un spot bonito para hacer un picnic.

  4. Ας βρούμε ένα όμορφο μέρος για να κάνουμε πικνίκ.

  5. Ella estaba en el spot correcto en el momento adecuado.

  6. Ήταν στο σωστό σημείο τη σωστή στιγμή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "spot" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν ορισμένες εκφράσεις με παραδείγματα:

  1. Spot on
  2. "Tu respuesta fue spot on."
  3. "Η απάντησή σου ήταν ακριβής."

  4. Catch someone off their spot

  5. "El profesor me sorprendió y me sacó de mi spot."
  6. "Ο καθηγητής με εξέπληξε και με έβγαλε από το σημείο μου."

  7. To be a bad spot

  8. "Estar en un bad spot no es fácil."
  9. "Να είσαι σε κακή θέση δεν είναι εύκολο."

  10. A good spot

  11. "Este es un buen spot para hacer fotos."
  12. "Αυτό είναι ένα καλό σημείο για να βγάλεις φωτογραφίες."

  13. In the right spot

  14. "Estás en el lugar correcto en el momento adecuado."
  15. "Είσαι στη σωστή θέση τη σωστή στιγμή."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "spot" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη “spot” που σημαίνει "σημείο" ή "κηλίδα" και έχει γαλλικές και αρχαίες γερμανικές ρίζες.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - σημείο (punto) - θέση (lugar) - περιοχή (zona)

Αντώνυμα: - απουσία (ausencia) - κενό (vacío)



23-07-2024