Η λέξη "stock" στα Ισπανικά μεταφράζεται συνήθως ως "stock" ή "inventario" ανάλογα με το πλαίσιο.
Ακολουθεί η φωνητική μεταγραφή της λέξης "stock" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): - /stɒk/
Η λέξη "stock" χρησιμοποιείται συχνά σε επιχειρηματικά και οικονομικά πλαίσια και αναφέρεται σε προϊόντα ή αγαθά που διατίθενται προς πώληση ή σε αποθήκες. Χρησιμοποιείται σχετικά με το απόθεμα προϊόντων και σε τομείς όπως η χρηματοδότηση (μετοχές). Στο Ισπανικά, η χρήση της λέξης είναι κοινή και στα δύο προφορικά και γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να παρατηρείται περισσότερη χρήση σε γραπτά οικονομικά και εμπορικά κείμενα.
El stock de productos está disminuyendo rápidamente.
(Το απόθεμα προϊόντων μειώνεται γρήγορα.)
Necesitamos revisar el stock antes de hacer un nuevo pedido.
(Πρέπει να ελέγξουμε το απόθεμα πριν κάνουμε μια νέα παραγγελία.)
La empresa decidió aumentar su stock para satisfacer la demanda.
(Η εταιρεία αποφάσισε να αυξήσει το απόθεμά της για να καλύψει τη ζήτηση.)
Η λέξη "stock" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
A precios de stock
(Σε τιμές αποθέματος)
Πολλές φορές οι εκπτώσεις στα καταστήματα αναφέρονται ως "precios de stock".
Tener stock
(Έχω απόθεμα)
El vendedor dijo que tiene stock de ese producto.
(Ο πωλητής είπε ότι έχει απόθεμα αυτού του προϊόντος.)
Bajar el stock
(Μειώνω το απόθεμα)
Es necesario bajar el stock si no se venden los productos.
(Είναι απαραίτητο να μειωθεί το απόθεμα αν δεν πωλούνται τα προϊόντα.)
Stock de temporada
(Απόθεμα σεζόν)
Las tiendas ya están cambiando su stock de temporada.
(Τα καταστήματα αλλάζουν ήδη το εποχιακό τους απόθεμα.)
Stock limitado
(Περιορισμένο απόθεμα)
Este producto solo está disponible con stock limitado.
(Αυτό το προϊόν είναι διαθέσιμο μόνο με περιορισμένο απόθεμα.)
Rotación de stock
(Ανάπτυξη αποθέματος)
Es importante mantener una buena rotación de stock para evitar pérdidas.
(Είναι σημαντικό να διατηρούμε καλή ανάπτυξη αποθέματος για να αποφύγουμε απώλειες.)
Η λέξη "stock" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "stock," που σημαίνει "απόθεμα." Χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα από τον 14ο αιώνα και έχει διαδοθεί σε πολλές γλώσσες.
mercancía (εμπορεύματα)
Αντώνυμα: