Η λέξη "suavizar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει τη διαδικασία με την οποία κάτι γίνεται πιο απαλό, ήπιο ή λιγότερο έντονο. Συνήθως χρησιμοποιείται τόσο σε φυσικές όσο και σε αφηρημένες έννοιες, όπως η απάλυνση ενός συναισθήματος ή η μείωση της έντασης ενός ήχου. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο αλλά και σε γραπτά κείμενα.
El médico me recomendó suavizar la piel con crema.
Ο γιατρός μου πρότεινε να απαλύνω το δέρμα με κρέμα.
Necesitamos suavizar el discurso para que sea más comprensible.
Πρέπει να απαλύνουμε τον λόγο ώστε να είναι πιο κατανοητός.
Η λέξη "suavizar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως οι παρακάτω:
Αναφέρεται στη διαδικασία της μείωσης των συγκρούσεων ή των διαφωνιών ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες.
Suavizar el golpe.
Να απαλύνω το χτύπημα.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την προσπάθεια να μειωθεί η ένταση ή οι συνέπειες μιας δυσάρεστης κατάστασης.
Suavizar el ambiente.
Να απαλύνω την ατμόσφαιρα.
Υποδηλώνει την προσπάθεια να γίνει μια κατάσταση πιο ευχάριστη ή ήρεμη.
Suavizar la conversación.
Να απαλύνω τη συζήτηση.
Η λέξη "suavizar" προέρχεται από το λατινικό "suavis", που σημαίνει "ευχάριστος" ή "ίδιος", σε συνδυασμό με το "-izar", μια κατάληξη που χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων στα Ισπανικά.
Mitigar - να μετριάσει
Αντώνυμα: