Η λέξη "subalterno" είναι ένα ουσιαστικό και επίθετο.
/dsubalˈterno/
Η λέξη "subalterno" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι σε κατώτερη θέση, είτε σε ένα ιεραρχικό σύστημα είτε γενικά. Στον τομέα του στρατού, αναφέρεται συχνά σε αξιωματικούς που έχουν κατώτερη θέση από άλλους. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε που κατέχει μια υποτακτική ή δευτερεύουσα θέση.
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συνηθισμένη σε επίσημα και ακαδημαϊκά κείμενα.
El subalterno presentó su informe al comandante.
Ο υποτελής παρουσίασε την αναφορά του στο διοικητή.
En una empresa, el subalterno debe seguir las órdenes de su superior.
Σε μια επιχείρηση, ο υποτελής πρέπει να ακολουθεί τις εντολές του ανωτέρου του.
Η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συχνά αναφέρονται στη θέση ή την αξία κάποιου στην κοινωνία ή σε ένα συγκεκριμένο χώρο εργασίας.
Ser un subalterno en la empresa puede ser difícil, pero es un paso necesario.
Να είσαι υποτελής στην επιχείρηση μπορεί να είναι δύσκολο, αλλά είναι ένα απαραίτητο βήμα.
A veces, el subalterno es quien tiene las mejores ideas, aunque no siempre se le escucha.
Μερικές φορές, ο υποτελής είναι αυτός που έχει τις καλύτερες ιδέες, αν και δεν ακούγεται πάντα.
No subestimes a un subalterno, pues pueden aportar mucho al equipo.
Μην υποτιμάς έναν υποτελή, καθώς μπορεί να προσφέρει πολλά στην ομάδα.
Η λέξη "subalterno" προέρχεται από τα λατινικά "subalternus", όπου "sub" σημαίνει "κάτω" και "alternus" σημαίνει "εναλλασσόμενος". Σημαίνει κυριολεκτικά "αυτός που είναι κάτω από".
Συνώνυμα: - inferior (κατώτερος) - subordinado (υφιστάμενος)
Αντώνυμα: - superior (ανώτερος) - principal (κύριος)