Η λέξη "subasta" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/phuˈβas.ta/
Η λέξη "subasta" αναφέρεται στη διαδικασία πώλησης αντικειμένων με πλειστηριασμό, όπου ενδιαφερόμενοι καταθέτουν προσφορές για να αποκτήσουν ένα προϊόν. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και νομικά συμφραζόμενα. Συνήθως συναντάται περισσότερο στο γραπτό κείμενο, αλλά είναι κοινή και στο προφορικό λόγο, ειδικά σε συνομιλίες που αφορούν αγοραπωλησίες.
La subasta de arte atrajo a muchos coleccionistas.
(Η δημοπρασία τέχνης τράβηξε πολλούς συλλέκτες.)
La subasta de la casa se llevará a cabo la próxima semana.
(Η δημοπρασία του σπιτιού θα πραγματοποιηθεί την επόμενη εβδομάδα.)
Η λέξη "subasta" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και λιγότερο συχνά. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
"Vender a subasta" significa aceptar el mejor postor.
(Η πώληση σε δημοπρασία σημαίνει την αποδοχή της καλύτερης προσφοράς.)
"Estar en subasta" se refiere a estar en una situación donde se recibe sugerencias o propuestas.
(Το να είσαι σε δημοπρασία αναφέρεται στο να βρίσκεσαι σε μια κατάσταση όπου λαμβάνεις προτάσεις ή προτάσεις.)
"Hacer una subasta" implica organizar un evento donde se venden bienes al mejor postor.
(Η οργάνωση μιας δημοπρασίας προϋποθέτει τη διοργάνωση ενός γεγονότος όπου πωλούνται αγαθά στον καλύτερο προσφορά.)
Η λέξη "subasta" προέρχεται από τη λατινική λέξη subhasta, που σημαίνει "να στήνεις κάτω". Αυτή η ρίζα υποδηλώνει τη διαδικασία της πώλησης μέσα από προσφορές που γίνεται δημόσια.
Συνώνυμα: - remate - licitación
Αντώνυμα: - compra fija (σταθερή αγορά) - venta directa (άμεση πώληση)