Η λέξη subjuntivo είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "subjuntivo" είναι /sub.xunˈti.βo/.
Η λέξη subjuntivo μεταφράζεται στα Ελληνικά ως υποτακτική.
Το subjuntivo αναφέρεται σε έναν από τους τρεις χρόνοι του ρήματος στη γραμματική της ισπανικής γλώσσας (μαζί με τον indicativo και τον imperativo). Η υποτακτική χρησιμοποιείται για να εκφράσει επιθυμίες, αβεβαιότητες, αμφιβολίες, προτάσεις και καταστάσεις που μπορεί να είναι μη πραγματικές ή να σχετίζονται με συναισθήματα. Η χρήση της υποτακτικής είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό λόγο, αλλά αξιοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Espero que él venga mañana.
(Ελπίζω ότι θα έρθει αύριο.)
Si tuviera dinero, viajaría por el mundo.
(Αν είχα χρήματα, θα ταξίδευα στον κόσμο.)
Η λέξη subjuntivo μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές expressions:
Es necesario que estudies para el examen.
(Είναι απαραίτητο να μελετήσεις για την εξέταση.)
Dudo que ellos lleguen a tiempo.
(Αμφιβάλλω ότι θα φτάσουν εγκαίρως.)
Aunque me digas que no, yo iré.
(Ακόμα κι αν μου πεις όχι, θα πάω.)
Quiero que sepas que estoy aquí para ti.
(Θέλω να ξέρεις ότι είμαι εδώ για σένα.)
Ojalá que no llueva este fin de semana.
(Ελπίζω να μην βρέξει αυτό το σαββατοκύριακο.)
Es probable que ella no quiera venir.
(Είναι πιθανό ότι δεν θέλει να έρθει.)
Η λέξη subjuntivo προέρχεται από το λατινικό "subjunctivus", το οποίο είναι το επίθετο του "subjunctus", που σημαίνει "συνδεδεμένος" ή "υπό συνθήκη".
Συνώνυμα: modo subjuntivo (υποτακτικός τρόπος)
Αντώνυμα: modo indicativo (δηλωτικός τρόπος)
Η υποτακτική και ο δηλωτικός τρόπος είναι δύο βασικά γραμματικά modos που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα.