Ρήμα
[sub.le.ˈβeɾ]
Το ρήμα "sublevar" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την πράξη του να υποκινείς ή να προκαλείς μια εξέγερση ή μια ανατροπή. Στη γλώσσα των διαδηλώσεων και της πολιτικής, το "sublevar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υποδηλώσει την ενέργεια που αφορά την υποκίνηση σε επανάσταση ή τις ενέργειες που οδηγούν σε κοινωνικές ή πολιτικές αλλαγές. Η χρήση του είναι σχετικά συχνή σε πολιτικά ή ιστορικά συμφραζόμενα.
Εμφανίζεται συχνότερα στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό, ειδικά σε πολιτικές συζητήσεις.
El grupo decidió sublevar a la comunidad en contra de las injusticias.
(Η ομάδα αποφάσισε να υποκινήσει την κοινότητα ενάντια στις αδικίες.)
La situación económica ha llevado a muchos a sublevar en búsqueda de cambios.
(Η οικονομική κατάσταση έχει οδηγήσει πολλούς να επαναστατήσουν αναζητώντας αλλαγές.)
El líder intentó sublevar a su partido para obtener más poder.
(Ο ηγέτης προσπάθησε να ανατρέψει το κόμμα του για να αποκτήσει περισσότερη εξουσία.)
Αν και το "sublevar" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενο σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συσχετιστεί με κάποιες φράσεις που έχουν πολιτική ή κοινωνική γεύση. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Sublevar masas no es tarea sencilla.
(Να υποκινήσεις τις μάζες δεν είναι εύκολη υπόθεση.)
El discurso intentó sublevar los ánimos de los jóvenes.
(Ο λόγος επιχείρησε να υποκινήσει τα πνεύματα των νέων.)
Es fácil sublevar a la gente cuando hay injusticias evidentes.
(Είναι εύκολο να υποκινήσεις τον κόσμο όταν υπάρχουν προφανείς αδικίες.)
Los líderes siempre buscan maneras de sublevar el descontento.
(Οι ηγέτες πάντα αναζητούν τρόπους να υποκινήσουν τη δυσαρέσκεια.)
Sublevar pensamientos críticos es una forma de control social.
(Η υποκίνηση κριτικών σκέψεων είναι μια μορφή κοινωνικού ελέγχου.)
Η λέξη "sublevar" προέρχεται από τον Λατινικό όρο "sublevare", που σημαίνει "να ανασηκώνω" ή "να εγείρω", συνδυάζοντας το "sub-" (κάτω) με το "levare" (να σηκώνω).
Συνώνυμα: - Sublevar: ανυψώνω, αναταράσσω, ανατρέπω
Αντώνυμα: - Calmar: ηρεμώ - Contener: περιορίζω - Suprimir: καταπιέζω