Suboficial είναι ένα ουσιαστικό και χρησιμοποιείται ως βαθμός ή κλάση σε στρατιωτικούς ή αστυνομικούς οργανισμούς.
[suβoфиθjal]
Η λέξη suboficial αναφέρεται σε ένα στρατιωτικό ή αστυνομικό βαθμό που βρίσκεται κάτω από τον κατώτερο αξιωματικό. Χρησιμοποιείται κυρίως στην Ισπανία και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με αποχρώσεις ανάμεσα σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί πιο συχνά σε επίσημα έγγραφα και στρατιωτικές αναφορές.
Ο υπολοχαγός του ναυτικού εξήγησε τους νέους κανόνες.
El suboficial fue ascendido por su valentía.
Η λέξη suboficial δεν χρησιμοποιείται σε πολλά ιδιωματικά σχήματα, ωστόσο, παρακάτω παρατίθενται κάποιες σχετικές προτάσεις που συνδέονται με στρατιωτική γλώσσα:
Ο υπολοχαγός έχει ως καθήκον να επιβλέπει τους νεοσύλλεκτους.
Un buen suboficial siempre apoya a sus compañeros.
Ένας καλός υπολοχαγός πάντα στηρίζει τους συναδέλφους του.
El suboficial cumplió con su misión a la perfección.
Η λέξη suboficial προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, όπου "sub-" σημαίνει "κάτω από" και "oficial" σημαίνει "επίσημος" ή "αξιωματικός". Έτσι, η ερμηνεία της λέξης αφορά ένα βαθμό που είναι κάτω από τον επίσημο στρατιωτικό βαθμό.
Συνώνυμα: - Subalterno - Oficial auxiliar
Αντώνυμα: - Oficial - Comandante
Η λέξη suboficial έχει σημαντική χρήση στον στρατιωτικό και αστυνομικό χώρο και η κατανόησή της είναι σημαντική για οποιονδήποτε ασχολείται με αυτά τα επαγγέλματα.