Η λέξη "subordinado" είναι επίθετο και επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [suboɾðiˈnaðo]
Η λέξη "subordinado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο ή κατάσταση που είναι κατώτερη ή υποταγμένη σε κάποιον άλλο ή σε κάποια άλλη κατάσταση. Στον νομικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται σε υποχρεώσεις, συμβάσεις ή σχέσεις εξουσίας. Η χρήση της λέξης είναι σχετικά κοινή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ο υπάλληλος είναι υποτακτικός του αφεντικού του.
En el contrato se especifica que el subordinado debe cumplir con ciertas reglas.
Στο συμβόλαιο αναφέρεται ότι ο υποτακτικός πρέπει να τηρεί ορισμένους κανόνες.
El sistema jerárquico hace que muchos se sientan como subordinados.
Η λέξη "subordinado" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει κάποιες φράσεις που υποδεικνύουν υποταγή ή ανωτερότητα.
Να ζεις κάτω από τον ζυγό ενός υποτακτικού.
Ser el subordinado en la toma de decisiones.
Να είσαι ο υποτακτικός στη λήψη αποφάσεων.
Tratar a los subordinados con respeto.
Η λέξη "subordinado" προέρχεται από το λατινικό "subordinatus", το οποίο σημαίνει "υποταγμένος" ή "κάτω από".
Συνώνυμα: - υπάλληλος - κατώτερος - υποτακτικός
Αντώνυμα: - ανώτερος - επικεφαλής - ανεξάρτητος