subordinado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

subordinado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "subordinado" είναι επίθετο και επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [suboɾðiˈnaðo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "subordinado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο ή κατάσταση που είναι κατώτερη ή υποταγμένη σε κάποιον άλλο ή σε κάποια άλλη κατάσταση. Στον νομικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται σε υποχρεώσεις, συμβάσεις ή σχέσεις εξουσίας. Η χρήση της λέξης είναι σχετικά κοινή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El empleado es un subordinado de su jefe.
  2. Ο υπάλληλος είναι υποτακτικός του αφεντικού του.

  3. En el contrato se especifica que el subordinado debe cumplir con ciertas reglas.

  4. Στο συμβόλαιο αναφέρεται ότι ο υποτακτικός πρέπει να τηρεί ορισμένους κανόνες.

  5. El sistema jerárquico hace que muchos se sientan como subordinados.

  6. Το ιεραρχικό σύστημα κάνει πολλούς να αισθάνονται ως υποτακτικοί.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "subordinado" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει κάποιες φράσεις που υποδεικνύουν υποταγή ή ανωτερότητα.

  1. Vivir bajo el yugo de un subordinado.
  2. Να ζεις κάτω από τον ζυγό ενός υποτακτικού.

  3. Ser el subordinado en la toma de decisiones.

  4. Να είσαι ο υποτακτικός στη λήψη αποφάσεων.

  5. Tratar a los subordinados con respeto.

  6. Να αντιμετωπίζεις τους υποτακτικούς με σεβασμό.

Ετυμολογία

Η λέξη "subordinado" προέρχεται από το λατινικό "subordinatus", το οποίο σημαίνει "υποταγμένος" ή "κάτω από".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - υπάλληλος - κατώτερος - υποτακτικός

Αντώνυμα: - ανώτερος - επικεφαλής - ανεξάρτητος



23-07-2024