Το "subsanar" είναι ρήμα.
[subsaˈnaɾ]
Το ρήμα "subsanar" σημαίνει να διορθώσουμε ή να αποκαταστήσουμε κάτι που έχει ελαττώματα ή προβλήματα. Συχνά χρησιμοποιείται στους τομείς του δικαίου, της διοίκησης και της γραφειοκρατίας, αναφερόμενο στην αποκατάσταση ή διόρθωση νομικών ελλείψεων ή σφαλμάτων. Η χρήση του είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Είναι απαραίτητο να διορθώσουμε τα σφάλματα στην αναφορά πριν την στείλουμε.
El abogado tiene que subsanar las faltas legales del contrato.
Το "subsanar" δεν είναι συνηθισμένο σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις που τονίζουν τη διαδικασία διόρθωσης ή αποκατάστασης.
Είναι καλύτερο να διορθώσεις παρά να λυπάσαι.
Subsanar los problemas requiere tiempo y esfuerzo.
Η αποκατάσταση των προβλημάτων απαιτεί χρόνο και προσπάθεια.
Siempre hay una manera de subsanar cualquier error.
Η λέξη "subsanar" προέρχεται από το λατινικό "subsanare", που σημαίνει "να διορθώσω κάτω από" (sub- + sanare) και σχετίζεται με τη ρίζα "sanare", που σημαίνει "να θεραπεύσω" ή "να διορθώσω".
reparar (επισκευάζω)
Αντώνυμα: