subsistencia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

subsistencia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "subsistencia" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "subsistencia" είναι: /ˌsub.siˈsten.θja/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικά

Η λέξη "subsistencia" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - επιβίωση - συντήρηση

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "subsistencia" αναφέρεται στην κατάσταση της επιβίωσης ή της συντήρησης ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την ανάγκη για βασικούς πόρους, όπως τροφή, νερό και καταφύγιο, που είναι αναγκαίοι για τη ζωή. Η χρησιμοποιούμενη συχνότητα είναι υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, κυρίως σε κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματα Χρήσης

  1. La subsistencia de muchas familias depende de la agricultura.
  2. Η επιβίωση πολλών οικογενειών εξαρτάται από τη γεωργία.

  3. Es fundamental garantizar la subsistencia de los pueblos indígenas.

  4. Είναι θεμελιώδες να διασφαλίσουμε την επιβίωση των αυτόχθονων λαών.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "subsistencia" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Luchar por la subsistencia.
  2. Αγωνίζομαι για την επιβίωση.

  3. Alternativas de subsistencia.

  4. Εναλλακτικές της επιβίωσης.

  5. Economía de subsistencia.

  6. Οικονομία επιβίωσης.

Ετυμολογία

Η λέξη "subsistencia" προέρχεται από το λατινικό "substitentia", το οποίο σημαίνει "η κατάσταση του να διατηρείς ή να συνεχίζεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Sostenibilidad (βιωσιμότητα) - Mantenimiento (συντήρηση)

Αντώνυμα: - Extinción (εξαφάνιση) - Destrucción (καταστροφή)



23-07-2024