Ρήμα
/subsisˈtir/
Η λέξη "subsistir" στα Ισπανικά σημαίνει την ικανότητα να επιβιώνει ή να παραμένει ζωντανός, είτε σε σωματικό είτε σε κοινωνικό ή οικονομικό επίπεδο. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στην περιγραφή της επιβίωσης υπό δύσκολες συνθήκες ή στο πλαίσιο της διατήρησης κάποιου συστήματος ή κατάστασης.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σημαντική, καθώς αν και δεν είναι από τις πιο συχνές, χρησιμοποιείται αρκετά στον γραπτό λόγο όταν μιλάμε για καταστάσεις που σχετίζονται με την επιβίωση, την αντίσταση των οργανισμών ή την οικονομία.
Τα δέντρα μπορούν να επιβιώσουν σε δύσκολες συνθήκες.
Es importante subsistir a pesar de las adversidades.
Είναι σημαντικό να επιβιώσουμε παρόλο που υπάρχουν αντιξοότητες.
Las especies marinas subsisten en aguas profundas.
Η λέξη "subsistir" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Αυτή η οικογένεια επιβιώνει με δυσκολίες με τα ελάχιστα εισοδήματά τους.
Subsistir como se puede.
Σε περίοδο κρίσης, όλοι πρέπει να επιβιώσουν όπως μπορούν.
Subsistir en el intento.
Η λέξη "subsistir" προέρχεται από τα λατινικά "subsistere", το οποίο συνδυάζει το πρόθεμα "sub-" (κάτω, κάτω από) με το "sistere" (να σταθώ).