Η λέξη "substancia" είναι ουσιαστικό.
[ susˈtanθja ]
Η λέξη "substancia" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ύλη ή ουσία που έχει χαρακτηριστικά ή ιδιότητες. Χρησιμοποιείται σε γενικές συμφραζόμενες, επιστημονικές ή φιλοσοφικές συζητήσεις. Στην καθημερινή ομιλία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει το "ένα θέμα ή ζήτημα που έχει σημασία". Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η χημική ουσία χρησιμοποιείται σε πολλαπλά πειράματα.
La substancia de su argumento era muy convincente.
Η λέξη "substancia" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα:
Δεν υπάρχει ουσία στην υπόσχεσή του.
La substancia de la cuestión es más compleja de lo que parece.
Η ουσία του θέματος είναι πιο περίπλοκη από ό,τι φαίνεται.
Se necesita más substancia en la presentación.
Χρειάζεται περισσότερη ουσία στην παρουσίαση.
La substancia de su discurso fue bastante superficial.
Η λέξη "substancia" προέρχεται από το λατινικό "substantia", που σημαίνει "ουσία" ή "ύπαρξη".
Συνώνυμα: - esencia - materia - contenido
Αντώνυμα: - superficialidad - insignificancia - vacío
Αυτή είναι μια συνολική ανάλυση της λέξης "substancia" στην Ισπανική γλώσσα.