Η λέξη "substantivo" είναι ουσιαστικό (sustantivo) στην Ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "substantivo" σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: [sus.tanˈti.βo].
Η λέξη "substantivo" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "ουσιαστικό".
Η έννοια της λέξης "substantivo" αναφέρεται σε μια κατηγορία λέξεων που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν πρόσωπα, πράγματα, ζωντανούς οργανισμούς, ή έννοιες. Στη γραμματική, οι ουσιαστικοί είναι κεντρικοί για τη σύνταξη προτάσεων και συχνά εκπροσωπούν τα υποκείμενα. Η λέξη "substantivo" χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά και προφορικά πλαίσια, κυρίως στη γλωσσολογία, στην εκπαίδευση και στην ανάλυση γλώσσας.
El substantivo tiene género y número.
(Το ουσιαστικό έχει γένος και αριθμό.)
En español, el substantivo es una parte fundamental del discurso.
(Στα ισπανικά, το ουσιαστικό είναι ένα θεμελιώδες μέρος του λόγου.)
Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη "substantivo" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται συχνά σε προτάσεις που σχετίζονται με τη γραμματική και τη γλωσσολογία. Ορισμένες εκφράσεις που πιθανώς να περιλαμβάνουν τη λέξη είναι:
Conocer el substantivo es esencial para aprender español.
(Η γνώση του ουσιαστικού είναι απαραίτητη για να μάθεις ισπανικά.)
El substantivo puede ser contable o incontable.
(Το ουσιαστικό μπορεί να είναι μετρήσιμο ή μη μετρήσιμο.)
El substantivo propio se refiere a nombres específicos.
(Το ειδικό ουσιαστικό αναφέρεται σε συγκεκριμένα ονόματα.)
Η λέξη "substantivo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "substantivus", που σημαίνει "αυτό που υπάρχει ή είναι". Ενσωματώνει τη ρίζα "substare", που σημαίνει "να στέκεται κάτω από".
Συνώνυμα: - nombre (όνομα) - sustantivo (ούτε ουσιαστικό)
Αντώνυμα: - adjetivo (επίθετο) - verbo (ρήμα)
Η λέξη "substantivo" είναι, επομένως, ένας θεμελιώδης όρος στη γραμματική και τη γλωσσολογία, εμπεριέχοντας πλούτο σημασίας και χρήσης στην καθημερινή γλώσσα.