Το "subsuelo" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "subsuelo" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: [subˈswe.lo].
Οι διαθέσιμες μεταφράσεις για το "subsuelo" στα ελληνικά περιλαμβάνουν: - υπέδαφος - κατώτατο έδαφος
Η λέξη "subsuelo" αναφέρεται στο έδαφος ή τη γη που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Χρησιμοποιείται συνήθως σε τομείς όπως η γεωλογία, η γεωγραφία και ο νόμος που σχετίζεται με την ιδιοκτησία της γης και τους φυσικούς πόρους. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε τεχνικά κείμενα και νόμους, ενώ λιγότερη σε προφορικές συνομιλίες.
El subsuelo de la ciudad es rico en minerales.
"Το υπέδαφος της πόλης είναι πλούσιο σε μέταλλα."
Los ingenieros deben estudiar el subsuelo antes de construir.
"Οι μηχανικοί πρέπει να μελετήσουν το υπέδαφος πριν από την κατασκευή."
El subsuelo contiene muchos recursos naturales.
"Το υπέδαφος περιέχει πολλές φυσικές πηγές."
Αν και η λέξη "subsuelo" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, υπάρχουν κάποιες φράσεις που μπορούν να αναγνωστούν σε πιο τεχνικά ή νομικά συμφραζόμενα:
Investigación del subsuelo antes de una inversión.
"Έρευνα του υπεδάφους πριν από μια επένδυση."
Derechos del subsuelo en la propiedad inmobiliaria.
"Δικαιώματα του υπεδάφους στην ακίνητη περιουσία."
Estudio de la composición del subsuelo para la construcción.
"Μελέτη της σύνθεσης του υπεδάφους για την κατασκευή."
Η λέξη "subsuelo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "subsolum", όπου "sub" σημαίνει "κάτω" και "solum" σημαίνει "έδαφος" ή "εδάφη".
Συνώνυμα: - Subterráneo - Terreno inferior
Αντώνυμα: - Superficie (επιφάνεια) - Cima (κορυφή)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "subsuelo" και των πλαισίων χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.