Το "subvencionar" είναι ρήμα.
/subβenθioˈnaɾ/
Η λέξη "subvencionar" σημαίνει να παρέχεις οικονομική βοήθεια ή υποστήριξη, συνήθως από μια δημόσια ή κρατική πηγή, για να διευκολύνεις την ανάπτυξη ή την έκτηση ενός έργου, ενός τομέα ή μιας επιχείρησης. Χρησιμοποιείται συχνά στον οικονομικό και νομικό τομέα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα σχετικά με οικονομικά, επιδοτήσεις και κυβερνητικές πολιτικές. Χρησιμοποιείται επίσης σε προφορικό λόγο, κυρίως σε φιλολογικές και οικονομικές συζητήσεις.
El gobierno decidió subvencionar a las pequeñas empresas.
(Η κυβέρνηση αποφάσισε να επιδοτήσει τις μικρές επιχειρήσεις.)
Muchas organizaciones no gubernamentales buscan subvencionar proyectos sociales.
(Πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις αναζητούν χρηματοδότηση για κοινωνικά έργα.)
La universidad ofrece becas para subvencionar los estudios de los estudiantes.
(Το πανεπιστήμιο προσφέρει υποτροφίες για να επιδοτήσει τις σπουδές των φοιτητών.)
Η λέξη "subvencionar" μπορεί να μην έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές οικονομικές και διοικητικές φράσεις:
Es fundamental subvencionar los sectores más afectados por la crisis.
(Είναι θεμελιώδες να επιδοτηθούν οι τομείς που πλήττονται περισσότερο από την κρίση.)
La política del país se centra en subvencionar energías renovables.
(Η πολιτική της χώρας εστιάζει στο να χρηματοδοτήσει τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.)
Los grupos ecologistas piden al gobierno subvencionar proyectos de conservación.
(Οι οικολογικές ομάδες ζητούν από την κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει έργα διατήρησης.)
Η λέξη "subvencionar" προέρχεται από το λατινικό "subvenire", που σημαίνει "να έρθεις να βοηθήσεις". Αποτελείται από το πρόθεμα "sub-" (κάτω από, εκ των κάτω) και τη ρίζα "venire" (να έρθεις).
Συνώνυμα: - Financiar - Apoyar - Asistir
Αντώνυμα: - Desinvertir (να αποεπενδύσεις) - Recortar (να μειώσεις, ειδικά για επιδοτήσεις)
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "subvencionar" σύμφωνα με τις οδηγίες σας.