subyugar - ρήμα
/suβiˈxaɾ/
Η λέξη subyugar αναφέρεται στην πράξη της υποταγής κάποιου ή κάποιων, δηλαδή στην απώλεια της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας ή της αντίστασης. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά σε ιστορικά ή κειμενικά συμφραζόμενα, περιγράφοντας εποχές κατά τις οποίες υπήρχαν κατακτήσεις ή υποδουλώσεις.
Η συχνότητά της χρήσης είναι μέτρια, καθώς δεν είναι μια καθημερινή λέξη, αλλά χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά συμφραζόμενα αντί σε προφορικά.
Ο στρατός αποφάσισε να υποτάξει τον ιθαγενή πληθυσμό.
No debemos subyugar a los débiles, sino protegerlos.
Η λέξη subyugar δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, ωστόσο υπάρχουν μερικές παροιμίες και εκφράσεις που αναφέρονται στην υποταγή ή καταπίεση:
Ο μεγάλος ψάρι τρώει τον μικρό, υποτάσσοντας τους πιο αδύναμους.
Suele subyugar la voluntad de los demás con su carisma.
Συνήθως υποτάσσει τη θέληση των άλλων με τη γοητεία του.
Subyugar a alguien con palabras persuasivas es una forma de control.
Το subyugar προέρχεται από το λατινικό ρήμα subjugare, το οποίο σημαίνει "υποτάσσω" ή "καταπιέζω", και αποτελείται από τις ρίζες "sub-" (κάτω από) και "jugum" (ζυγός), εννοώντας την υποταγή κάτω από έναν ζυγό.
Συνώνυμα: - oprimir (καταπιέζω) - dominar (κυριαρχώ) - sojuzgar (υποδουλώνω)
Αντώνυμα: - liberar (απελευθερώνω) - emancipar (απελευθερώνω, εκδίδω) - resistir (αντιστέκομαι)