Ρήμα
/su.θi.kaɾ/
Η λέξη "succionar" στα Ισπανικά σημαίνει "να απορροφώ" ή "να ρουφώ". Χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις, από την ιατρική έχοντας να κάνει με την απορρόφηση υγρών ή άλλων ουσιών, έως και στην καθημερινή ζωή για να περιγράψει τη διαδικασία απορρόφησης ή ρουφήγματος. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, με μεγαλύτερη παρουσία στον προφορικό λόγο σε αντίθεση με τον γραπτό, αν και χρησιμοποιείται και στους δύο τομείς.
Αυτός χρειάζεται να ρουφήξει το σιρόπι προσεκτικά.
Los médicos suelen succionar los fluidos durante la cirugía.
Η λέξη "succionar" δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κάποια πλαίσια όπου η έννοια της αφαίρεσης ή της απορρόφησης σχετίζεται με αρνητικές καταστάσεις.
Αυτό το μέρος ρουφάει την ενέργεια.
No dejes que te succionen la felicidad.
Μην αφήνεις να σου ρουφήξουν την ευτυχία.
Esa situación succiona tiempo y recursos.
Η λέξη "succionar" προέρχεται από το λατινικό "succĭo", το οποίο σημαίνει "ρουφώ, απορροφώ".
Συνώνυμα: - absorber (απορροφώ) - extraer (εκχυλίζω)
Αντώνυμα: - expulsar (εκδιώκω) - soltar (αφήνω)