Το "suceder" είναι ρήμα.
/suθeˈðeɾ/
Η λέξη "suceder" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει ότι κάτι συμβαίνει ή ότι υπάρχει μία αλλαγή κατάστασης. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και στις δύο μορφές, προφορικά και γραπτά, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη τάση να εμφανίζεται σε γραπτό λόγο, ειδικά σε επίσημα ή νομικά κείμενα.
Τι θα συμβεί στη συνάντηση αύριο;
Es importante saber qué puede suceder si no seguimos las reglas.
Το "suceder" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να συμβεί το απρόβλεπτο.
Lo que sucedió no se puede cambiar.
Αυτό που συνέβη δεν μπορεί να αλλάξει.
Suceder al instante.
Να συμβαίνει αμέσως.
No puedo creer lo que sucede.
Δεν μπορώ να πιστέψω τι συμβαίνει.
Suceder en el momento menos esperado.
Η λέξη "suceder" προέρχεται από το Λατινικό "succedere", που σημαίνει "να έρθω κάτω από" ή "να ακολουθήσω".
Συνώνυμα: - ocurrir (συμβαίνω) - suceder (να συμβαίνω) - acontecer (συμβαίνω)
Αντώνυμα: - detenerse (να σταματώ) - prevenir (να προλαμβάνω) - evitar (να αποφεύγω)