Η λέξη "sucesivo" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "sucesivo" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /suθeˈsiβo/.
Η λέξη "sucesivo" σημαίνει τον «διαδοχικά επόμενο» ή «εκπληρούμενος σε σειρά». Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει γεγονότα ή καταστάσεις που συμβαίνουν σε αλληλουχία ή σε συνέχεια. Στη γλώσσα των νομικών θεμάτων, μπορεί να αναφέρεται σε επόμενα στάδια ή διαδικασίες. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, αλλά και σε προφορικό.
Los resultados de las elecciones serán anunciados en una conferencia sucesiva.
(Τα αποτελέσματα των εκλογών θα ανακοινωθούν σε μια διαδοχική διάσκεψη.)
La serie de eventos sucesivos llevó a una conclusión inesperada.
(Η σειρά των διαδοχικών γεγονότων οδήγησε σε μια αναπάντεχη απόφαση.)
Η λέξη "sucesivo" μπορεί να εμφανιστεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο δεν είναι εξαιρετικά διαδεδομένη. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
Después de un suceso sucesivo, la comunidad se reunió para discutir las implicaciones.
(Μετά από ένα διαδοχικό γεγονός, η κοινότητα συγκεντρώθηκε για να συζητήσει τις επιπτώσεις.)
En el contrato, se mencionan los efectos sucesivos de la decisión.
(Στην σύμβαση, αναφέρονται οι διαδοχικές επιρροές της απόφασης.)
Las acciones sucesivas de la empresa afectaron su reputación.
(Οι διαδοχικές ενέργειες της εταιρείας επηρέασαν τη φήμη της.)
Η λέξη "sucesivo" προέρχεται από το λατινικό "successivus", που σημαίνει "επακόλουθος" ή "διαδοχικά επόμενος".
Συνώνυμα: - consecutivo - continuo - secuencial
Αντώνυμα: - previo - antecesor - discontinuo