Η λέξη "sucesor" είναι ουσιαστικό όνομα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "sucesor" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /suθeˈsoɾ/ (με προφορά κυρίως στην Ισπανία) ή /suˈsesɔɾ/ (με προφορά στη Λατινική Αμερική).
Η μετάφραση της λέξης "sucesor" στα ελληνικά είναι: - διάδοχος
Η λέξη "sucesor" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που διαδέχεται ή αναλαμβάνει την ευθύνη, τον τίτλο ή τη θέση κάποιου άλλου. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά και διοικητικά συμφραζόμενα για να περιγράψει το άτομο που παίρνει τη θέση ή τα δικαιώματα κάποιου άλλου, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις κληρονομιάς.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε νομικά και γραπτά πλαίσια, και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Ο διάδοχος του παλαιού βασιλιά στέφθηκε χθες.
En caso de fallecimiento, el sucesor debe ser designado.
Σε περίπτωση θανάτου, ο διάδοχος πρέπει να οριστεί.
El sucesor de la empresa tomó decisiones estratégicas importantes.
Εκείνη επιλέχθηκε για να είναι ο διάδοχος του πατέρα της στην εταιρεία.
Sucesor legítimo.
Ο νομικός διάδοχος της περιουσίας επιβεβαιώθηκε από τον δικαστή.
Sucesión de derechos.
Η διαδοχή των δικαιωμάτων πρέπει να αναφερθεί στο δικαστήριο.
Sucesor político.
Η λέξη "sucesor" προέρχεται από τα Λατινικά "successorem", το οποίο σημαίνει "αυτός που διαδέχεται", το οποίο τελικά προήλθε από το ρήμα "succedere" που σημαίνει "έρχομαι μετά", "διαδέχομαι".
Συνώνυμα: - Sucesor: διάδοχος - Reemplazante: αντικαταστάτης
Αντώνυμα: - Antecesor: πρόγονος, προηγούμενος - Predecesor: προκάτοχος