Το "sucinto" είναι επίθετο.
/suˈsinto/
Η λέξη "sucinto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι συνοπτικό ή περιεκτικό, δηλαδή ότι εκφράζεται με λίγα λόγια ή με σαφήνεια, χωρίς περιττές λεπτομέρειες. Η χρήση της είναι συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως αναφορές ή επιστημονικά άρθρα, αλλά απαντά και στην προφορική ομιλία. Συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, κυρίως σε επίσημα και ακαδημαϊκά πλαίσια.
"El informe fue muy sucinto y fácil de entender."
"Η αναφορά ήταν πολύ συνοπτική και εύκολη στην κατανόηση."
"Necesitamos un resumen sucinto de la reunión."
"Χρειαζόμαστε μια συνοπτική περίληψη της συνάντησης."
"Su presentación fue sucinta y al grano."
"Η παρουσίασή του ήταν συνοπτική και στο θέμα."
Η λέξη "sucinto" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα:
"Ser sucinto es un arte en la comunicación."
"Να είσαι συνοπτικός είναι μια τέχνη στην επικοινωνία."
"Un discurso sucinto puede tener más impacto que uno largo."
"Ένας συνοπτικός λόγος μπορεί να έχει περισσότερη επίδραση από έναν μακρύ."
"A veces es difícil ser sucinto en un tema complicado."
"Κάποιες φορές είναι δύσκολο να είσαι συνοπτικός σε ένα περίπλοκο θέμα."
"La clave de un buen escritor es ser sucinto."
"Το μυστικό ενός καλού συγγραφέα είναι να είναι συνοπτικός."
Η λέξη "sucinto" προέρχεται από το λατινικό "succinctus", που σημαίνει "συμπτυγμένος" ή "περιορισμένος". Η ρίζα "suc-" σημαίνει "κάτω" ή "πάνω", καθώς συνδέεται με τη δράση του να περιορίζεις κάτι.