Η λέξη "sucio" είναι επίθετο.
/suˈsjo/
H λέξη "sucio" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι βρώμικο ή ακαθάριστο. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς της καθημερινής ζωής. Η συχνότητα χρήσης της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καθαριότητα και την υγιεινή. Η λέξη "sucio" χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό και τον προφορικό λόγο.
La casa está muy sucia después de la fiesta.
(Το σπίτι είναι πολύ βρώμικο μετά τη γιορτή.)
Necesito limpiar mis zapatos porque están sucios.
(Πρέπει να καθαρίσω τα παπούτσια μου γιατί είναι βρώμικα.)
Η λέξη "sucio" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
tener las manos sucias
(να έχεις βρώμικα χέρια)
"Después de jugar en el jardín, tengo las manos sucias."
(Μετά από το παιχνίδι στον κήπο, έχω βρώμικα χέρια.)
hacer algo sucio
(να κάνεις κάτι ανήθικο ή βρώμικο)
"No quiero hacer nada sucio en el trabajo."
(Δεν θέλω να κάνω τίποτα ανήθικο στη δουλειά.)
sucio de corazón
(βρώμικος στην καρδιά, αναφέρεται σε άτομο με κακές προθέσεις)
"No confío en él, parece sucio de corazón."
(Δεν εμπιστεύομαι αυτόν, φαίνεται βρώμικος στην καρδιά.)
Η λέξη "sucio" προέρχεται από το λατινικό "sucĭdus," που σημαίνει "βρώμικος" ή "ακάθαρτος."
asqueroso (αηδιαστικός)
Αντώνυμα: