Το "sucumbir" είναι ρήμα.
/su.kum.ˈβiɾ/
Η λέξη "sucumbir" σημαίνει να υποχωρείς ή να παραδίνεσαι σε κάτι, συνήθως σε μια πίεση ή σε εμπόδιο. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των ανθρώπων, κυρίως σε καταστάσεις που αφορούν πίεση ή δυσκολίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται σε γράψιμο αλλά και σε προφορικό λόγο.
La presión fue tan fuerte que decidí sucumbir.
(Η πίεση ήταν τόσο μεγάλη που αποφάσισα να υποχωρήσω.)
No quiero sucumbir ante las dificultades que se presentan.
(Δεν θέλω να παραδοθώ μπροστά στις δυσκολίες που εμφανίζονται.)
A pesar de su resistencia, terminó sucumbiendo a la tentación.
(Παρά την αντίστασή του, τελικά υποχώρησε στην πειρασμό.)
Η λέξη "sucumbir" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Σημαίνει να υποκύπτεις ή να παραδίνεσαι σε δύσκολες καταστάσεις.
Sucumbir a la tentación
(Παραδίνομαι στον πειρασμό.)
Αναφέρεται στην αδυναμία να αντισταθείς σε κάτι κακό ή ακαταμάχητο.
Sucumbir a la presión social
(Υποκύπτω στην κοινωνική πίεση.)
Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος αισθάνεται την ανάγκη να συμμορφωθεί με τις προσδοκίες της κοινωνίας.
No puedo sucumbir ante la crítica
(Δεν μπορώ να υποκύψω στην κριτική.)
Η λέξη "sucumbir" προέρχεται από το λατινικό "succumbere", που αποτελείται από το πρόθεμα "sub-" (κάτω) και το ρήμα "cumbere" (να κοιμάσαι ή να πέφτεις). Συνοψίζει την ιδέα της υποχώρησης ή της πτώσης κάτω από πίεση.
Συνώνυμα:
- ceder (παραδίνομαι)
- rendirse (παραιτούμαι)
Αντώνυμα:
- resistir (αντιστέκομαι)
- luchar (αγωνίζομαι)