sucursal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sucursal (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Sucursal είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους (la sucursal).

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /sukɾal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "sucursal" αναφέρεται σε ένα υποκατάστημα ή μια θυγατρική επιχείρηση ενός μεγαλύτερου οργανισμού, εταιρείας ή τράπεζας. Συνήθως χρησιμοποιείται σε οικονομικά και επιχειρηματικά συμφραζόμενα. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη αυτή είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη, κυρίως σε επαγγελματικά και γραπτά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La sucursal de banco en el centro de la ciudad está abierta hasta las 7 p.m.
  2. Το υποκατάστημα της τράπεζας στο κέντρο της πόλης είναι ανοιχτό μέχρι τις 7 μ.μ.

  3. La empresa abrió una nueva sucursal en el barrio.

  4. Η εταιρεία άνοιξε ένα νέο υποκατάστημα στη γειτονιά.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η "sucursal" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες φράσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν την έννοια της επέκτασης ή του πλουτισμού που σχετίζεται με την ύπαρξη υποκαταστημάτων:

  1. Ampliar la sucursal en otras ciudades.
  2. Να επεκτείνουμε το υποκατάστημα σε άλλες πόλεις.

  3. La sucursal se creó para atender mejor a los clientes.

  4. Το υποκατάστημα δημιουργήθηκε για να εξυπηρετεί καλύτερα τους πελάτες.

  5. Es fundamental que la sucursal esté bien administrada.

  6. Είναι θεμελιώδους σημασίας να διαχειρίζεται καλά το υποκατάστημα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "sucursal" προέρχεται από το λατινικό "succursalis", το οποίο σημαίνει "βοηθητικός" ή "βοηθός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Η "sucursal" φαίνεται ως σημαντικός όρος στον εμπορικό και νομικό τομέα, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και εξάπλωση επιχειρήσεων.



22-07-2024