Sucursal είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους (la sucursal).
Φωνητική μεταγραφή: /sukɾal/
Η λέξη "sucursal" αναφέρεται σε ένα υποκατάστημα ή μια θυγατρική επιχείρηση ενός μεγαλύτερου οργανισμού, εταιρείας ή τράπεζας. Συνήθως χρησιμοποιείται σε οικονομικά και επιχειρηματικά συμφραζόμενα. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη αυτή είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη, κυρίως σε επαγγελματικά και γραπτά κείμενα.
Το υποκατάστημα της τράπεζας στο κέντρο της πόλης είναι ανοιχτό μέχρι τις 7 μ.μ.
La empresa abrió una nueva sucursal en el barrio.
Η "sucursal" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες φράσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν την έννοια της επέκτασης ή του πλουτισμού που σχετίζεται με την ύπαρξη υποκαταστημάτων:
Να επεκτείνουμε το υποκατάστημα σε άλλες πόλεις.
La sucursal se creó para atender mejor a los clientes.
Το υποκατάστημα δημιουργήθηκε για να εξυπηρετεί καλύτερα τους πελάτες.
Es fundamental que la sucursal esté bien administrada.
Η λέξη "sucursal" προέρχεται από το λατινικό "succursalis", το οποίο σημαίνει "βοηθητικός" ή "βοηθός".
Η "sucursal" φαίνεται ως σημαντικός όρος στον εμπορικό και νομικό τομέα, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και εξάπλωση επιχειρήσεων.