Ρήμα
[suˈðaɾ]
Η λέξη "sudar" σημαίνει "ιδρώνω" και χρησιμοποιείται για την περιγραφή της φυσικής διαδικασίας όπου το σώμα εκκρίνει ιδρώτα, συνήθως ως απάντηση σε υψηλές θερμοκρασίες ή σωματική δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση για την προφορική χρήση στο καθημερινό λεξιλόγιο. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς σχετίζεται με τις καθημερινές δραστηριότητες των ανθρώπων.
Después de hacer ejercicio, suelo sudar mucho.
(Μετά την άσκηση, συνήθως ιδρώνω πολύ.)
Es normal sudar cuando hace calor.
(Είναι φυσιολογικό να ιδρώνεις όταν κάνει ζέστη.)
Η λέξη "sudar" είναι συχνά τμήμα ιδιωματικών φράσεων στην ισπανική γλώσσα.
Sudar la gota gorda
Αυτή η φράση σημαίνει ότι κάποιος εργάζεται σκληρά, κυριολεκτικά "ιδρώνει τις μεγάλες σταγόνες".
Ejemplo: Tuve que sudar la gota gorda para terminar el proyecto a tiempo.
(Έπρεπε να ιδρώσω πολύ για να ολοκληρώσω το έργο εγκαίρως.)
Sudar frío
Αυτή η έκφραση σημαίνει να νιώθεις άγχος ή φόβο.
Ejemplo: Cuando vi al jefe entrar, empecé a sudar frío.
(Όταν είδα το αφεντικό να μπαίνει, άρχισα να ιδρώνω από φόβο.)
Sudar a mares
Αυτή η φράση σημαίνει να ιδρώνεις υπερβολικά.
Ejemplo: Con este calor, estoy sudando a mares.
(Με αυτή τη ζέστη, ιδρώνω πολύ.)
Η λέξη "sudar" προέρχεται από το λατινικό "sudare", το οποίο έχει την ίδια έννοια. Η ρίζα της συνδέεται με τη φράση "sudor", που σημαίνει "ιδρώτας".
Συνώνυμα - transpirar (διαστέλλω) - exudar (εκκρίνω)
Αντώνυμα - secar (στεγνώνω) - deshidratar (αφυδατώνω)