sueco - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

sueco (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "sueco" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάποιον που κατάγεται από τη Σουηδία ή σε κάτι που σχετίζεται με τη Σουηδία. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται αρκετά συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και ίσως να είναι πιο συνήθης στα γραπτά κείμενα όταν αναφέρεται στην εθνικότητα ή τη γεωγραφία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El sueco es conocido por su amor por la naturaleza.
  2. Ο Σουηδός είναι γνωστός για την αγάπη του για τη φύση.

  3. La música sueca ha influido en muchos géneros.

  4. Η σουηδική μουσική έχει επηρεάσει πολλά είδη.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "sueco"

Η λέξη "sueco" μπορεί να ενσωματωθεί σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Sándwich sueco (Σουηδικό σάντουιτς)
  2. A mucha gente le encanta el sándwich sueco por sus sabores únicos.
  3. Πολλούς ανθρώπους τους αρέσει το σουηδικό σάντουιτς για τις μοναδικές γεύσεις του.

  4. Estilo sueco (Σουηδικό στιλ)

  5. El diseño escandinavo tiene un estilo sueco muy particular.
  6. Ο σκανδιναβικός σχεδιασμός έχει ένα πολύ ιδιαίτερο σουηδικό στιλ.

  7. Cultura sueca (Σουηδική κουλτούρα)

  8. La cultura sueca es rica en tradiciones y festividades.
  9. Η σουηδική κουλτούρα είναι πλούσια σε παραδόσεις και γιορτές.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "sueco" προέρχεται από το λατινικό "Suēcus", που αναφερόταν στους Σουηδούς και τις περιοχές της Σκανδιναβίας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024